ζουριάζω

ζουριάζω
-ιασα, ζουριασμένος, -η, -ο
1. μτβ., κάνω κάτι ή κάποιον καχεκτικό, τον μαραζιάζω, τον κατσιάζω.
2. αμτβ., γίνομαι ατροφικός (καχεκτικός), μαραζώνω, μαραζιάζω.
3. η μτχ. παθ. πρκ., ζουριασμένος, -η, -ο καχεκτικός, μαραμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… …   Dictionary of Greek

  • ζούρα — (I) η 1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα 2. καχεξία, μαρασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*]. (II) ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ) 1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση 2. τόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura] …   Dictionary of Greek

  • ζούρια — η καχεξία, ατροφία, μαρασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*] …   Dictionary of Greek

  • ζούριασμα — το [ζουριάζω] ατροφία, μαρασμός, καχεξία, ζούρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”