- ζουριάζω
- -ιασα, ζουριασμένος, -η, -ο1. μτβ., κάνω κάτι ή κάποιον καχεκτικό, τον μαραζιάζω, τον κατσιάζω.2. αμτβ., γίνομαι ατροφικός (καχεκτικός), μαραζώνω, μαραζιάζω.3. η μτχ. παθ. πρκ., ζουριασμένος, -η, -ο καχεκτικός, μαραμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.